κορομηλιά

κορομηλιά
Μικρό δέντρο, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Prunus insititia. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία τζανεριά. Πρόκειται για ακανθώδες φυτό με μεγάλα, οδοντωτά και κατ’ εναλλαγή φύλλα και λευκά άνθη οργανωμένα σε ταξιανθίες. Οι σπόροι της κ. παράγουν ένα πτητικό έλαιο που περιέχει βενζαλδεΰδη και υδροκυανικό οξύ. Οι μικροί και στρογγυλοί καρποί του (κορόμηλα) χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μαρμελάδων και γι’ αυτό τον λόγο έχουν αναπτυχθεί πολλές καλλιεργήσιμες ποικιλίες κ.
* * *
και κορομηλέα, η [κορόμηλο]
κοινή ονομασία τού οπωροφόρου δένδρου Prunus insititia τής οικογένειας ροδίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορομηλιά — η οπωροφόρο δέντρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Koromilea, Messenia — Koromilea (Greek: Κορομηλέα, Κορομηλιά) is a village located in the central, mountainous area of Messinia prefecture. It is a settlement of roughly 100 inhabitants, administratively belonging to the Trikorfo Community.The village history is lost… …   Wikipedia

  • Kalampaka — Gemeinde Kalambaka Δήμος Καλαμπάκας (Καλαμπάκα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Kastoria — Gemeinde Kastoria Δήμος Καστοριάς (Καστοριά) …   Deutsch Wikipedia

  • αβραμυλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Στην περιοχή ευδοκιμούν πολύ τα δαμάσκηνα.Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χρυσούπολης. * * * η Βοτ. η αγριοδαμασκηνιά Prunus institia γνωστή επίσης και με τις… …   Dictionary of Greek

  • βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • τζανεριά — η, Ν [τζάνερο] βοτ. η κορομηλιά …   Dictionary of Greek

  • Πάρνωνας — Όρος της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, με ψηλότερη κορυφή τη Μεγάλη Τούρλα (1.935 μ.). Επιμήκης σχηματισμός με δειναρική κατεύθυνση, ογκώδης αρχικά στα όρια Αρκαδίας Λακωνίας, όπου βρίσκονται και οι ψηλότερες κορυφές του (Γαϊτανοράχη 1.803 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • Πολίτης, Κοσμάς — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Πάρη Ταβελούδη, Αθήνα 1893 – 1974). Σε ηλικία δύο ετών πήγε στη Σμύρνη, όπου έζησε ως τη Μικρασιατική καταστροφή. Αργότερα, ως τραπεζικός υπάλληλος, γνώρισε τη ζωή της ελληνικής επαρχίας. Την πρώτη επίσημη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”